οπισσοπόρευτος

οπισσοπόρευτος
ὀπισσοπόρευτος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται προς τα πίσω
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὀπισσοπόρευτον
πορεία προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσσω + πορεύομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀπισσοπόρευτον — ὀπισσοπόρευτος journeying backwards masc/fem acc sg ὀπισσοπόρευτος journeying backwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”